Μπεντροσιάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μπεντροσιάν : προέλευσης από την αρμενική · πατρωνυμικό, άλλη μορφή του Πετροσιάν. Μορφολογικά αναλύεται σε Μπεντρός + -ιάν.
- Μπετροσιάν
- Μπεντροσσιάν (μεταγραμματισμός από τα αγγλικά)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Бентросиан
- λατινικοί χαρακτήρες: Bentrosian
Πηγές
- (σ. 290α) Պետրոսյան - Տիգրան Ավետիսյան (Τιγκράν Αβετισιάν) (²2010), Հայոց ազգանունների բառարան [Λεξικό αρμενικών επωνύμων] (στα αρμενικά), επιμέλεια: Վ.Մ. Գրիգորյան (Β.Μ. Γκριγκοριάν) & Լ.Ռ. Ուռուտյան (Λ.Ρ. Ουρουτιάν). Γιερεβάν, ISBN 978-9939-53-724-5.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.