Μπαρτ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Μπαρτ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Barth ή Bart (ειδικά ως ελληνικό επώνυμο, από την περίοδο της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα)

Κύριο όνομα

Μπαρτ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές


Ετυμολογία 2

Μπαρτ < μεταγραμματισμός ονομάτων από συστήματα γραφών εκτός από το ελληνικό
δείτε < γερμανικής προέλευσης Bart και Barth· γαλλικής προέλευσης Barthes· αγγλικής προέλευσης Bart·

Μεταγραφή

Μπαρτ

  • επώνυμο
    ο Ρολλάν Μπαρτ (Barthes) υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς σημειολόγους και θεωρητικούς της λογοτεχνίας που μέλέτησαν τη σχέση της γλώσσας με την εξουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.