Μπαμπάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μπαμπάκος | οι | Μπαμπάκοι |
| γενική | του | Μπαμπάκου | των | Μπαμπάκων |
| αιτιατική | τον | Μπαμπάκο | τους | Μπαμπάκους |
| κλητική | Μπαμπάκο | Μπαμπάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Bampakos, Babakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.