Μικρολίμανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μικρολίμανο | τα | Μικρολίμανα |
| γενική | του | Μικρολίμανου | των | Μικρολίμανων |
| αιτιατική | το | Μικρολίμανο | τα | Μικρολίμανα |
| κλητική | Μικρολίμανο | Μικρολίμανα | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.kɾoˈli.ma.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μι‐κρο‐λί‐μα‐νο
Κύριο όνομα
Μικρολίμανο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.