Μικρολίμανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μικρολίμανο τα Μικρολίμανα
      γενική του Μικρολίμανου των Μικρολίμανων
    αιτιατική το Μικρολίμανο τα Μικρολίμανα
     κλητική Μικρολίμανο Μικρολίμανα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μικρολίμανο < μικρο- + λιμάν(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.kɾoˈli.ma.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μικρολίμανο

Κύριο όνομα

Μικρολίμανο ουδέτερο

  1. λιμάνι του Πειραιά
     συνώνυμα: Μουνιχία, Τουρκολίμανο
  2. οικισμός της Αττικής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.