Μητάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Μητάτα | ||
| γενική | των | Μητάτων | ||
| αιτιατική | τα | Μητάτα | ||
| κλητική | Μητάτα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μητάτα < μητάτα
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈta.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μη‐τά‐τα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.