Μηλέα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈle.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μηλέα

Ετυμολογία 1

Μηλέα < αρχαία ελληνική μηλέα

Κύριο όνομα

Μηλέα θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μηλέα)

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Μηλέα < γενική ενικού του αρσενικού Μηλέας

Κύριο όνομα

Μηλέα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Μηλέα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.