Μεταμορφωσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεταμορφωσιώτης | οι | Μεταμορφωσιώτες |
| γενική | του | Μεταμορφωσιώτη | των | Μεταμορφωσιωτών |
| αιτιατική | τον | Μεταμορφωσιώτη | τους | Μεταμορφωσιώτες |
| κλητική | Μεταμορφωσιώτη | Μεταμορφωσιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μεταμορφωσιώτης < Μεταμόρφωσ(η) + -ιώτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.moɾ.foˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐τα‐μορ‐φω‐σιώ‐της
Ουσιαστικό
Μεταμορφωσιώτης αρσενικό (θηλυκό Μεταμορφωσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από οικισμό με το όνομα Μεταμόρφωση
Συγγενικά
- → και δείτε τη λέξη Μεταμόρφωση
Μεταφράσεις
Μεταμορφωσιώτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.