Λόκι

Νέα ελληνικά (el)

Ο Λόκι και ο Χοντ

Ετυμολογία

Λόκι < παλαιά νορβηγική Loki  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlo.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λόκι

Κύριο όνομα

Λόκι αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.