Λιώσας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λιώσας | οι | Λιώσηδες & Λιωσαίοι |
| γενική | του | Λιώσα | των | Λιώσηδων & Λιωσαίων |
| αιτιατική | τον | Λιώσα | τους | Λιώσηδες & Λιωσαίους |
| κλητική | Λιώσα | Λιώσηδες & Λιωσαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λιώσας < αρβανίτικη Losha → δείτε και Loshi
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʎo.sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λιώ‐σας
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Liosas
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.