Λισαβώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λισαβώ | ||
| γενική | της | Λισαβώς | ||
| αιτιατική | τη | Λισαβώ | ||
| κλητική | Λισαβώ | |||
| Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λισαβώ < Αλισαβώ, με αποκοπή του αρχικού [a] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Λισαβώ θηλυκό
- (ιδιωματικό) γυναικείο όνομα, η Ελισάβετ
- ※ —Τίποτε, Λισαβώ ; Είσαι βεβαία ; —Είμαι βεβαία, Μιλαίδη … τίποτε άλλο παρά εν αμαξάκι, του οποίου ο αμαξάς μ' εκύτταξε !
- «Λονδίνου απόκρυφα» [11ο μέρος], Ο Φιλόκαλος Σμυρναίος Α΄:17 (12 Σεπτεμβίου 1858), σ. 131. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-09-16.
- ※ Απ’ τη Μύκονο τα πιο ωραία: Λοξή, Ταρώ, Φρασκώ. Λισαβώ όχι απ’ τη Λισαβόνα αλλά μάλλον απ’ την Ελισάβετ.
- Σχόλιο αρ. 139 (28 Μαΐου 2017 στις 09:37) του «Spiridione». Νίκος Σαρσαντάκος, «Πορτογαλικά μεζεδάκια», ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (27 Μαΐου 2017)· πρόσβαση: 2022-09-16.
- ※ —Τίποτε, Λισαβώ ; Είσαι βεβαία ; —Είμαι βεβαία, Μιλαίδη … τίποτε άλλο παρά εν αμαξάκι, του οποίου ο αμαξάς μ' εκύτταξε !
Μεταφράσεις
Λισαβώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.