Λισαβό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Λισαβό | ||
| γενική | του | Λισαβού | ||
| αιτιατική | το | Λισαβό | ||
| κλητική | Λισαβό | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
Λισαβό
|
Αναφορές
- Βλ. Γεώργιος Α. Ρήγας, Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός, τόμ. Γ΄ [παράρτημα π. Ελληνικά, αρ. 18] (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1968), σ. 214.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.