Λαύριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Λαύριον | τὰ | Λαύριᾰ |
| γενική | τοῦ | Λαυρίου | τῶν | Λαυρίων |
| δοτική | τῷ | Λαυρίῳ | τοῖς | Λαυρίοις |
| αιτιατική | τὸ | Λαύριον | τὰ | Λαύριᾰ |
| κλητική ὦ! | Λαύριον | Λαύριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαυρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Λαυρίοιν | ||
| Στον ενικό | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λαύριον < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Λαύρειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Λαύριον - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.