Λαυριωτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Λαυριωτικός | ἡ | Λαυριωτική | τὸ | Λαυριωτικόν |
| γενική | τοῦ | Λαυριωτικοῦ | τῆς | Λαυριωτικῆς | τοῦ | Λαυριωτικοῦ |
| δοτική | τῷ | Λαυριωτικῷ | τῇ | Λαυριωτικῇ | τῷ | Λαυριωτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | Λαυριωτικόν | τὴν | Λαυριωτικήν | τὸ | Λαυριωτικόν |
| κλητική ὦ! | Λαυριωτικέ | Λαυριωτική | Λαυριωτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Λαυριωτικοί | αἱ | Λαυριωτικαί | τὰ | Λαυριωτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | Λαυριωτικῶν | τῶν | Λαυριωτικῶν | τῶν | Λαυριωτικῶν |
| δοτική | τοῖς | Λαυριωτικοῖς | ταῖς | Λαυριωτικαῖς | τοῖς | Λαυριωτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Λαυριωτικούς | τὰς | Λαυριωτικᾱ́ς | τὰ | Λαυριωτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Λαυριωτικοί | Λαυριωτικαί | Λαυριωτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαυριωτικώ | τὼ | Λαυριωτικᾱ́ | τὼ | Λαυριωτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Λαυριωτικοῖν | τοῖν | Λαυριωτικαῖν | τοῖν | Λαυριωτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- Λαυριωτικός - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.