Λαυρεωτικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Λαυρεωτικά | ||
| γενική | των | Λαυρεωτικών | ||
| αιτιατική | τα | Λαυρεωτικά | ||
| κλητική | Λαυρεωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λαυρεωτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαυρεωτικός στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.vɾe.o.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λαυ‐ρε‐ω‐τι‐κά
Κύριο όνομα
Λαυρεωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) η υπόθεση της εκμετάλλευσης των μεταλλείων Λαυρίου την περίοδο 1869-1875 που οδήγησε σε οικονομική καταστροφή χιλιάδες μετόχους και θεωρείται το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην ελληνική ιστορία
- Η τηλεοπτική σειρά «Η μεγάλη απεργία - Τα Λαυρεωτικά» προβλήθηκε στην ΕΡΤ το 1982
Μεταφράσεις
Λαυρεωτικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.