Λαναρά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Λαναρά < γενική ενικού του αρσενικού Λαναράς
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.naˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐να‐ρά
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Ланара
- λατινικοί χαρακτήρες: Lanara
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.