Λαμπρόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λαμπρόπουλος | οι | Λαμπρόπουλοι & Λαμπροπουλαίοι1 |
| γενική | του | Λαμπρόπουλου & Λαμπροπούλου |
των | Λαμπρόπουλων2 & Λαμπροπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Λαμπρόπουλο | τους | Λαμπρόπουλους3 & Λαμπροπουλαίους |
| κλητική | Λαμπρόπουλε | Λαμπρόπουλοι & Λαμπροπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Λαμπροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Λαμπροπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /lamˈbɾo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐μπρό‐που‐λος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Lampropoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.