Λέμβιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Λέμβιον < λέμβος + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Κύριο όνομα
Λέμβιον ουδέτερο
- γυναικείο όνομα
- ※ Λέμβιον͵ ἡ δ΄ ἑτέρα Κερκούριον͵ αἱ δύ΄ ἑταῖραι αἰὲν ἐφορμοῦσιν τῷ Σαμίων λιμένι.
- ἀλλά͵ νέοι͵ πανδημὶ τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης φεύγεθ΄· ὁ συμμίξας καὶ καταδὺς πίεται.
- (Ρουφίνου , Παλατινή Ανθολογία (AP V 44))
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.