ΛΟΚ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΛΟΚ <  : Λόχοι Ορεινών Καταδρομών.

Συντομομορφή

Λ.Ο.Κ. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο

Σημειώσεις

  • Αποκαλούνται τα ΛΟΚ, παρά το ότι πρόκειται για τους λόχους.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.