Κουτσικάρη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Κουτσικάρη < γενική ενικού του αρσενικού Κουτσικάρης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Koutsikari
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Κουτσικάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κουτσικάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.