Κουτουμουλάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κουτουμουλάς | οι | Κουτουμουλάδες |
| γενική | του | Κουτουμουλά | των | Κουτουμουλάδων |
| αιτιατική | τον | Κουτουμουλά | τους | Κουτουμουλάδες |
| κλητική | Κουτουμουλά | Κουτουμουλάδες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κουτουμουλάς < αρβανίτικη Kutumullë[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.tu.muˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐του‐μου‐λάς
Κύριο όνομα
Κουτουμουλάςαρσενικό
Αναφορές
- Bellusci, Antonio (1994). Ricerche e studi tra gli arberori dell'ellade. Centro ricerche socio-culturali G. Castriota. σελ. 38.
- ΦΕΚ Α 181, 11 Μαΐου 1915 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.