Κουάκερος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κουάκερος < αγγλική quaker (αυτός που τρέμει)

Κύριο όνομα

Κουάκερος αρσενικό (πληθυντικός: Κουάκεροι)

  • μέλος της "Θρησκευτικής Κοινωνίας των Φίλων", Χριστιανικής Ομολογίας η οποία εμφανίστηκε τον 17ο αιώνα στην Αγγλία με πρωτεργάτη τον Γεώργιο Φοξ


Συγγενικά

  • Κουακερισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.