Κορμακίτης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Κορμακίτης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Κορμακίτης αρσενικό
- Χωριό της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Κερύνειας).
Μεταφράσεις
Κορμακίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.