Κομηνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κομηνός οι Κομηνοί
      γενική του Κομηνού των Κομηνών
    αιτιατική τον Κομηνό τους Κομηνούς
     κλητική Κομηνέ Κομηνοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κομηνός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.miˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κομηνός

Κύριο όνομα

Κομηνός αρσενικό (θηλυκό Κομηνού)

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.