Κομηνιάνικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κομηνιάνικα
      γενική των Κομηνιάνικων
    αιτιατική τα Κομηνιάνικα
     κλητική Κομηνιάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κομηνιάνικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Κομηνός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.miˈɲa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κομηνιάνικα

Κύριο όνομα

Κομηνιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.