Κοκκινόβραχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κοκκινόβραχος | οι | Κοκκινόβραχοι |
| γενική | του | Κοκκινόβραχου | των | Κοκκινόβραχων |
| αιτιατική | τον | Κοκκινόβραχο | τους | Κοκκινόβραχους |
| κλητική | Κοκκινόβραχε | Κοκκινόβραχοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ciˈno.vɾa.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοκ‐κι‐νό‐βρα‐χος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.