Κιότο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κιότο < αγγλικά: Kyōto (/ˈkjoʊtoʊ/) < ιαπωνικά: 京都 ([kʲoːꜜto])

Κύριο όνομα

Κιότο ουδέτερο άκλιτο

  1. αστικό νομαρχιακό διαμέρισμα της Ιαπωνίας, της περιφέρειας Κίνκι, ή Κανσάι, στη νήσο Χόνσου
  2. πόλη της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου αστικού νομαρχιακού διαμερίσματος.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.