Κηφισίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Κηφῑσῐδ-
ονομαστική Κηφισίς αἱ Κηφισίδες
      γενική τῆς Κηφισίδος τῶν Κηφισίδων
      δοτική τῇ Κηφισίδ ταῖς Κηφισίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Κηφισίδ τὰς Κηφισίδᾰς
     κλητική ! Κηφισίς* Κηφισίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κηφισίδε
γεν-δοτ τοῖν  Κηφισίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
Για τη λίμνη, στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κηφισίς < Κήφισος / Κηφισ(ός) + -ίς

Κύριο όνομα

Κηφισίς, -ίδος θηλυκό

  1. λίμνη της Ελλάδας, η σημερινή Κωπαΐδα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 709
  2. και σε επιθετική λειτουργία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.