Κερκούριον
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Κερκούριον | τὰ | Κερκούριᾰ |
| γενική | τοῦ | Κερκουρίου | τῶν | Κερκουρίων |
| δοτική | τῷ | Κερκουρίῳ | τοῖς | Κερκουρίοις |
| αιτιατική | τὸ | Κερκούριον | τὰ | Κερκούριᾰ |
| κλητική ὦ! | Κερκούριον | Κερκούριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κερκουρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Κερκουρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κερκούριον < κέρκουρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Κύριο όνομα
Κερκούριον ουδέτερο
- γυναικείο όνομα
- ※ Λέμβιον͵ ἡ δ΄ ἑτέρα Κερκούριον͵ αἱ δύ΄ ἑταῖραι αἰὲν ἐφορμοῦσιν τῷ Σαμίων λιμένι.
- ἀλλά͵ νέοι͵ πανδημὶ τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης φεύγεθ΄· ὁ συμμίξας καὶ καταδὺς πίεται.
- (Ρουφίνου, Παλατινή Ανθολογία (AP V 44))
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.