Κεντέρη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Κεντέρη < γενική ενικού του αρσενικού Κεντέρης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceˈ.de.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ντέ‐ρη
- παρώνυμο: Σκεντέρη
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Кентери
- λατινικοί χαρακτήρες: Kenteri
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.