Καταρτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καταρτζής | οι | Καταρτζήδες |
| γενική | του | Καταρτζή | των | Καταρτζήδων |
| αιτιατική | τον | Καταρτζή | τους | Καταρτζήδες |
| κλητική | Καταρτζή | Καταρτζήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καταρτζής < ενδεχομένως από επάγγελμα κανταρτζής < οθωμανική τουρκική ? (τουρκική kantarcı)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Katartzis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.