Κάστορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κάστορας | οι | Κάστορες |
| γενική | του | Κάστορα | των | Καστόρων |
| αιτιατική | τον | Κάστορα | τους | Κάστορες |
| κλητική | Κάστορα | Κάστορες | ||
| Το μυθολογικό πρόσωπο, στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κάστορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κάστωρ από την αιτιατική ενικού «τὸν Κάστορα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.sto.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κά‐στο‐ρας
Κύριο όνομα
Κάστορας αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα, ο ένας από τους Διόσκουρους, δίδυμος αδερφός του Πολυδεύκη
- ποταμός της Ελλάδας, στη Λακωνία
- ανδρικό όνομα
- ↪ Κάστορας Χαραλάμπους, συγγραφέας @biblionet .
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κάστορα)
- ↪ οικογενειακό όνομα Κάστορας @pylos-nestor
Πηγές
- Κάστωρ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.