ΚΥΑ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.a/
Συντομομορφή
Κ.Υ.Α. θηλυκό ακρωνύμιο
- (πολιτική) απόφαση που λαμβάνεται και συνυπογράφεται από υπουργούς διαφορετικών υπουργείων
- ※ Τα έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού Covid-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από σήμερα 16 Ιουλίου μέχρι και τη Δευτέρα 26 Ιουλίου εξειδικεύει η ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε. (Η ΚΥΑ για την εστίαση και τους χώρους ψυχαγωγίας – Όλα τα νέα μέτρα, Η Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2021)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.