ΚΑΠ

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkap/

Ετυμολογία 1

ΚΑΠ < Κοινή Αγροτική Πολιτική

Συντομομορφή

Κ.Α.Π. θηλυκό ακρωνύμιο

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ΚΑΠ < Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι

Συντομομορφή

Κ.Α.Π. αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό ακρωνύμιο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.