Ιεχωβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ιεχωβισμός οι Ιεχωβισμοί
      γενική του Ιεχωβισμού των Ιεχωβισμών
    αιτιατική τον Ιεχωβισμό τους Ιεχωβισμούς
     κλητική Ιεχωβισμέ Ιεχωβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιεχωβισμός < Ιεχωβ- + -ισμός

Ουσιαστικό

Ιεχωβισμός αρσενικό

Πηγές

  • Λεξικόν Γαλλο-Ελληνικόν, Ε. Γ. Καραθάνου, Εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήναι, 1968.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.