Θορ

Νέα ελληνικά (el)

Η μάχη του Θορ εναντίον των γιγάντων,
(έργο του Mårten Eskil Winge το 1872)

Ετυμολογία

Θορ < παλαιά νορβηγική Þórr < πρωτογερμανική *Þunraz

Κύριο όνομα

Θορ αρσενικό άκλιτο

  • Θωρ (μη απλοποιημένη γραφή)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.