Ζερβαίικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Ζερβαίικα | ||
| γενική | των | Ζερβαίικων | ||
| αιτιατική | τα | Ζερβαίικα | ||
| κλητική | Ζερβαίικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zeɾˈve.i.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζερ‐βαί‐ι‐κα
Αναφορές
- Κωνσταντίνος Άμαντος, Γλωσσικά μελετήματα, Αθήνα: Αδελφοί Μυρτίδη, 1964, σελ. 58
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.