Ζελενίστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ζελενίστα
      γενική της Ζελενίστας
    αιτιατική τη Ζελενίστα
     κλητική Ζελενίστα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ζελενίστα <  δείτε τη λέξη Ζελενίτσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ze.leˈni.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζελενίστα

Κύριο όνομα

Ζελενίστα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ΦΕΚ Α 81, 14 Μαΐου 1928
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.