Ζαχαρία
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /za.xaˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζα‐χα‐ρί‐α
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ζαχαρία | οι | Ζαχαρίες |
| γενική | της | Ζαχαρίας | των | Ζαχαριών |
| αιτιατική | τη | Ζαχαρία | τις | Ζαχαρίες |
| κλητική | Ζαχαρία | Ζαχαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Ζαχαρία < → λείπει η ετυμολογία
Ετυμολογία 2
- Ζαχαρία < γενική ενικού του αρσενικού Ζαχαρίας
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Захария
- λατινικοί χαρακτήρες: Zacharia
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.