Ζέφυρος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ζέφυρος < ζέφυρος

Κύριο όνομα

Ζέφυρος αρσενικό

Μεταγραφές

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Ζέφυρος < πιθανότατα από το ζέφος < ζόφος (το σκοτάδι, η δύση)

Ουσιαστικό

Ζέφυρος αρσενικό

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.