Εὐρυσθεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Εὐρυσθεύς | οἱ | Εὐρυσθεῖς - Εὐρυσθῆς* |
| γενική | τοῦ | Εὐρυσθέως ιωνικός: Εὐρυσθέος |
τῶν | Εὐρυσθέων |
| δοτική | τῷ | Εὐρυσθεῖ | τοῖς | Εὐρυσθεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Εὐρυσθέᾱ | τοὺς | Εὐρυσθέᾱς |
| κλητική ὦ! | Εὐρυσθεῦ | Εὐρυσθεῖς - Εὐρυσθῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐρυσθῆ1 ή Εὐρυσθεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Εὐρυσθέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Εὐρυσθεύς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Εὐρυσθεύς αρσενικό
Πηγές
- Εὐρυσθεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Εὐρυσθεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
- Εὐρυσθεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Εὐρυσθεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.