Ευαγγελόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ευαγγελόπουλος | οι | Ευαγγελόπουλοι & Ευαγγελοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Ευαγγελόπουλου & Ευαγγελοπούλου |
των | Ευαγγελόπουλων2 & Ευαγγελοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Ευαγγελόπουλο | τους | Ευαγγελόπουλους3 & Ευαγγελοπουλαίους |
| κλητική | Ευαγγελόπουλε | Ευαγγελόπουλοι & Ευαγγελοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ευαγγελοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ευαγγελοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ευαγγελόπουλος < Ευάγγελ(ος) + -όπουλος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Evangelopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.