Εξάρχου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Εξάρχου < γενική ενικού του αρσενικού Έξαρχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈksaɾ.xu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ξάρ‐χου
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Эксарху
- λατινικοί χαρακτήρες: Exarchou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.