ΕΟΦ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΕΟΦ < Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Συντομομορφή
Ε.Ο.Φ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται εόφ)
- ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, καθ΄ ύλην αρμόδιος φορέας ελέγχου φαρμάκων και συναφών προϊόντων στην ελληνική επικράτεια
-
ΕΟΦ στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.