Δωδεκανήσιες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Δωδεκανήσιες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Δωδεκανήσια
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Δωδεκανησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.