Δρακουμέλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Δρακουμέλ < απόδοση για τη γαλλική Gargamel, αρσενικό του Gargamelle, χαρακτήρα από τα έργα του Ραμπελέ, της μητέρας του Γαργαντούα. (Δείτε την ισπανική garganta και γαργάρα). Μορφολογικά, δράκου(λας) + η γαλλική κατάληξη -mel > -μέλ

Κύριο όνομα

Δρακουμέλ αρσενικό, άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.