Δολιανά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Δολιανά
      γενική των Δολιανών
    αιτιατική τα Δολιανά
     κλητική Δολιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δολιανά < σλαβικής προέλευσης Doljane < *dolъ (κοιλάδα) + -jane (κατάληξη η οποία αναφέρεται στους κατοίκους μιας περιοχής)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðo.ʎaˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δολιανά

Κύριο όνομα

Δολιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.