Δερμετζή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Δερμετζή < γενική ενικού του αρσενικού Δερμετζής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðeɾ.meˈd͡zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δερ‐με‐τζή
- παρώνυμα: Δεμερτζή, Δεμιρτζή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.