Γυμνήσιαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Γυμνήσιαι < γυμνής
Κύριο όνομα
Γυμνήσιαι θηλυκό πληθ.
- νήσοι, οι Βαλεαρίδες, οι κάτοικοι των οποίων είχαν εξαιρετική φήμη για τα ελαφριά οπλισμένα τμήματα του στρατού τους, και κυρίως οι σφενδονίτες τους και οι οποίοι επίσης είχαν μεγάλη αδυναμία στις γυναίκες (Στράβων και ψευδο-Αριστοτέλης)
- Τῶν δὲ προκειμένων νήσων τῆς Ἰβηρίας τὰς μὲν Πιτυούσσας δύο καὶ τὰς Γυμνησίας δύο (καλοῦσι καὶ Βαλιαρίδας) προκεῖσθαι συμβαίνει τῆς μεταξὺ Ταρράκωνος καὶ Σούκρωνος παραλίας͵ ἐφ᾽ ἧς ἵδρυται τὸ Σάγουντον....καίπερ εἰρηναῖοι ὄντες͵ ὅμως σφενδονῆται ἄριστοι λέγονται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.