Γουναρόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γουναρόπουλος | οι | Γουναρόπουλοι & Γουναροπουλαίοι1 |
| γενική | του | Γουναρόπουλου & Γουναροπούλου |
των | Γουναρόπουλων2 & Γουναροπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Γουναρόπουλο | τους | Γουναρόπουλους3 & Γουναροπουλαίους |
| κλητική | Γουναρόπουλε | Γουναρόπουλοι & Γουναροπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γουναροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γουναροπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γουναρόπουλος < Γουναρ(άς) + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣu.naˈɾo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γου‐να‐ρό‐που‐λος
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Гунаропулос
- λατινικοί χαρακτήρες: Gounaropoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.