Γουλιελμάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γουλιελμάκης | οι | Γουλιελμάκηδες |
| γενική | του | Γουλιελμάκη | των | Γουλιελμάκηδων |
| αιτιατική | τον | Γουλιελμάκη | τους | Γουλιελμάκηδες |
| κλητική | Γουλιελμάκη | Γουλιελμάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γουλιελμάκης < Γουλιέλμ(ος) + -άκης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Goulielmakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.